λουτρίδα

λουτρίδα
λουτρίς
woman employed to wash Athena's temple
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λουτρίδα — η (Α λουτρίς, ίδος) [λουτρόν] νεοελλ. μαγιό, μπανιερό αρχ. 1. καθεμιά από τις δύο κόρες οι οποίες καθάριζαν και περιποιούνταν τον ναό και το ιερό ξόανο τής Αθηνάς 2. φρ. «λουτρίς ᾤα» ή, απλώς, «λουτρίς» εσώρουχο το οποίο φορούσαν οι γυναίκες και… …   Dictionary of Greek

  • λουτρίς — λουτρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λουτρίδα …   Dictionary of Greek

  • λουτροπουκάμισο — το η λουτρίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”